- κατοκωχή
- κατοκωχή, ἡ (Α)1. κατάσχεση, κατάκτηση2. το να κατέχεται κάποιος από ανώτερο πνεύμα, η έμπνευση («οὐ γάρ τέχνη, οὐδ' ἐπιστήμη περί Ὁμήρου λέγεις, ἀλλά θείᾳ μοίρα καὶ κατοκωχῄ», Πλάτ.)3. αντίληψη, κατανόηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -οκωχή (< ὀκωχή < ἔχω, με αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄκωχα, άχρ. παρακμ. τού ἔχω), πρβλ. αν-οκωχή, παρ-οκωχή].
Dictionary of Greek. 2013.