κατοκωχή

κατοκωχή
κατοκωχή, ἡ (Α)
1. κατάσχεση, κατάκτηση
2. το να κατέχεται κάποιος από ανώτερο πνεύμα, η έμπνευση («οὐ γάρ τέχνη, οὐδ' ἐπιστήμη περί Ὁμήρου λέγεις, ἀλλά θείᾳ μοίρα καὶ κατοκωχῄ», Πλάτ.)
3. αντίληψη, κατανόηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -οκωχή (< ὀκωχή < ἔχω, με αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄκωχα, άχρ. παρακμ. τού ἔχω), πρβλ. αν-οκωχή, παρ-οκωχή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατοκωχῇ — κατοκωχή possession fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοκωχή — possession fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοκωχαί — κατοκωχή possession fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοκωχῆς — κατοκωχή possession fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοκωχήν — κατοκωχή possession fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοκώχιμος — κατοκώχιμος, η, ον (ΑΜ) [κατοκωχή] αυτός που μπορεί να καταληφθεί εύκολα από κάποιο αίσθημα ή πάθος, ευάλωτος («κατοκώχιμος ἐκ τῆς ἀρετῆς», Αριστοτ.) αρχ. 1. ο κρατούμενος ως εγγύηση 2. μανιώδης, έξαλλος («κατοκώχιμα πάντα καὶ φρικώδη», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • κατοκωχάς — κατοκωχά̱ς , κατοκωχή possession fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”